κολοιτία

κολοιτία
κολοιτία, κολουτέα
Grammatical information: f.
Meaning: tree, that grew on the Liparian islands, `Cytisus aeolicus', also `sallow, Salix cinerea' (Thphr.); in H. also κολοιτέα, κολωτέα, κοιλωτέα δένδρον τι.
Other forms: Also κολυτέα.
Derivatives: Also κολυτέα f. `Blasenbaum (=?), Colutea arborescens' (Thphr.), colūtea n. pl. `its fruits'.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unknown. Clearly a Pre-Greek word, seen its variation. Cf. on κολοκύνθη.
Page in Frisk: 1,901

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κολοιτία — κολοιτίᾱ , κολοιτία tree fem nom/voc/acc dual κολοιτίᾱ , κολοιτία tree fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοιτία — και έα και κολουτέα και κοιλώτεα, ἡ (Α) 1. είδος δένδρου 2. είδος ιτέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • κολοιτίαν — κολοιτίᾱν , κολοιτία tree fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολουτέα — (Colutea). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Περιλαμβάνει περίπου 26 είδη φυλλοβόλων θάμνων ή μικρών δέντρων, ιθαγενή της Ευρώπης και της Ασίας. Το πιο συνηθισμένο είδος στην Ελλάδα είναι η κ. η δενδρώδης, γνωστή και με τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”